- ιστοθετικά
- τα мачтоподъёмные механизмы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιστοθετικός — ή, ό 1. [ιστοθέτηση] ναυτ. αυτός που χρησιμοποιείται στην ιστοθέτηση* 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιστοθετικά όλα τα μηχανικά μέσα που χρησιμοποιούνται για την ιστοθέτηση … Dictionary of Greek